- γενναιότερος
- γενναῑότερος , γενναῖοςtrue to one's birthmasc nom comp sgγενναῑότερος , γενναῖοςtrue to one's birthmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμείνων — ἀμείνων ( ονος), ον (Α) συγκριτικό τού επιθέτου αγαθός 1. ικανότερος, γενναιότερος 2. προτιμότερος, ωφελιμότερος 3. τὰ ἀμείνω το σωστό, το δίκαιο 4. το επίρρ. ἄμεινον και ἀμεινόνως συγκριτικό τού εὖ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος συγκριτικού βαθμού τού επιθ.… … Dictionary of Greek
благородьнѣи — (7) сравн. степ. к благородьныи: ѡ мужи роумьстии. и прм҃дрии. и инѣхъ всѣ(х) бл҃городнеишии. КР 1284, 269в; мирьскоѥ величаниѥ ѥсть. ѥгда кто величаѥтсѩ на брата своѥго. ˫ако же богатѣи ˫ако крашии. ли добрѣѥ смыслѩ. ли бл҃городнѣи ѥго.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού … Dictionary of Greek
φέρτερος — έρα, ον, Α (ποιητ. τ.) (επίθ. συγκριτ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) γενναιότερος ή ανώτερος σε μια ιεραρχική τάξη 2. (για πράγμ.) καλύτερος 3. (η αιτ. τού ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», Θεόκρ.) 4. φρ. «φέρτερόν ἐστι»… … Dictionary of Greek
Καλλίμαχος και Χρυσορρόη — Τίτλος έμμετρου βυζαντινού διηγήματος του 17ου αι., που αποτελείται από 2.067 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά θεματικά μοτίβα των μεσαιωνικών παραμυθιών, ο… … Dictionary of Greek
Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… … Dictionary of Greek
ԱՌԱՔԻՆԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0300 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c ա. γενναιότερος, ἁστειότερος generosior, fortior, solidior Առաւել առաքինի. արիագոյն. սետագոյն. *Քաջ մանկունքն, առաքինագոյն ծնօղն. Ածաբ. ի մակաբ.: *Առաքինագոյն ուսուցիչ. Պիտ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)